άγλυκος

άγλυκος
η , ο несладкий, недостаточно сладкий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "άγλυκος" в других словарях:

  • άγλυκος — και ανάγλυκος, η, ο [γλυκός] 1. αυτός που δεν είναι αρκετά γλυκός ή δεν είναι καθόλου γλυκός 2. άνοστος, αηδιαστικός …   Dictionary of Greek

  • άγλυκος — η, ο αυτός που δεν είναι αρκετά γλυκός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγλύκαντος — και αστος, η, ο 1. αυτός που δεν γλυκάθηκε ή δεν είναι γλυκός, άγλυκος, πικρός 2. αυτός που δεν ευχαριστιέται ή δεν ευχαριστήθηκε, πικραμένος, δυστυχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γλυκαντός < γλυκαίνω, όπως το απίκραντος < πικραίνω) το αγλύκαστος… …   Dictionary of Greek

  • αζαχάρωτος — η, ο [ζαχαρώνω] 1. αυτός που δεν περιέχει διόλου ή δεν περιέχει αρκετή ποσότητα ζάχαρης, ο άγλυκος 2. (για γλυκά με σιρόπι) που δεν ζαχάρωσε, που δεν τού έπηξε η ζάχαρη 3. που δεν πασπαλίστηκε με ζάχαρη 4. (για πρόσωπα) α) αυτός που δεν έχει… …   Dictionary of Greek

  • ανάγλυκος — η, ο 1. ο λίγο γλυκός, υπόγλυκος, άγλυκος 2. αυτός που περιέχει πολύ νερό, νερουλός 3. ο επιτηδευμένα και άχαρα γλυκός στους τρόπους, άνοστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + γλυκός. ΠΑΡ. αναγλυκώνω] …   Dictionary of Greek

  • ανάγλυκος — η, ο αυτός που δεν είναι αρκετά γλυκός, άγλυκος: Το ρυζόγαλο είναι ανάγλυκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»